προοικία — ἡ, Α το μέρος τής οικίας που προεξέχει, το γείσο τής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἰκια] … Dictionary of Greek
προοικίαι — προοικίᾱͅ , προοικία the projecting eaves of a house fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)